- μανιώδης
- -ες (AM μανιώδης, -ῶδες) [μανία]1. αυτός που κατέχεται από μανία, παράφρων, τρελός, μανιακός («μανιώδης συμπεριφορά»)νεοελλ.αυτός που αρέσκεται υπερβολικά σε κάτι, αυτός που αγαπά κάτι με μανία («είναι μανιώδης καπνιστής»)νεοελλ.-μσν.1. ασυγκράτητος, σφοδρός, θυελλώδης («μανιώδης άνεμος»)2. εξοργισμένος, παράφορος, οργίλος, αυτός που βρίσκεται σε παροξυσμό οργήςαρχ.1. αυτός που μοιάζει με μανία, που έχει τα συμπτώματα τής μανίας («περιπνευμονίαι τε καὶ μανιώδεα νοσεύματα», Ιπποκρ.)2. ανόητος («τοῡ Κλέωνος καίπερ μανιώδης οὖσα ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη», Θουκ.)3. αυτός που κάνει μανιακό κάποιον.επίρρ...μανιωδώς (AM μανιωδῶς)με μανιώδη τρόπο, με μανία, εμμανώς.
Dictionary of Greek. 2013.